ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ

Οι επί μέρους διαστάσεις της αρχής. Ουσιαστική-τυπική, αυστηρή-χαλαρή. Η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών εμφανίζεται να έχει δύο διαφορετικές διαστάσεις, την ουσιαστική (ή αντικειμενική ή ποιοτική) και την οργανική (ή υποκειμενική ή τυπική). Υπό την ουσιαστική της διάσταση η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αναφέρεται στο αντικείμενο κάθε κρατικής λειτουργίας και πρόκειται για διάκριση με βάση το αντικείμενο της κάθε κρατικής εξουσίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Υπό την οργανική της διάσταση η αρχή αναφέρεται στην ύπαρξη διαφορετικών οργάνων επιφορτισμένων με την άσκηση των διακριτών μορφών της κρατικής εξουσίας. Έτσι στην πρώτη περίπτωση γίνεται κατά κυριολεξία λόγος για διάκριση των λειτουργιών ενώ στη δεύτερη για διάκριση των οργάνων (Βενιζέλος, 2008: σ.384). Όταν επομένως οι εξουσίες-λειτουργίες διακρίνονται κατ’ αντικείμενο και ασκούνται αποκλειστικά από ένα μόνο όργανο τότε γίνεται λόγος για αυστηρή διάκριση των εξουσιών. Όταν αντίθετα οι τρεις κατ’ αντικείμενο λειτουργίες επιμερίζονται και ασκούνται από περισσότερα του ενός όργανα, τότε γίνεται λόγος για σχετική ή χαλαρή διάκριση των εξουσιών (Μαυριάς, 2014: σ.110).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών έχει δύο διαφορετικές διαστάσεις. Η πρώτη, που αφορά τη συγκρότηση της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας και τις μεταξύ τους σχέσεις, η οποία αποτελεί και κριτήριο προσδιορισμού του ειδικότερου τύπου αντιπροσωπευτικού συστήματος που υιοθετεί κάθε χώρα. Βάσει επομένως της αυστηρότητας της διάκρισης των λειτουργιών, τα αντιπροσωπευτικά συστήματα ταξινομούνται στις εξής κατηγορίες: α) στα κοινοβουλευτικά, β) στα προεδρικά, γ) στα συστήματα της κυβερνώσας Βουλής και δ) στα ημιπροεδρικά (Βενιζέλος, 2008: σ.386- 389). Η δεύτερη διάσταση του κανονιστικού περιεχομένου της αρχής αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, κυρίως μέσω των εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, όσο και μέσω του περιορισμού της δυνατότητας του κοινού νομοθέτη να παρεμβαίνει σε εκκρεμείς δίκες ή να ρυθμίζει αναδρομικά ζητήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής κρίσης (Βενιζέλος, 2008: σ.389).

Κρίσιμη ωστόσο είναι η παρατήρηση πως η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, ως μια εκ των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος, προσλαμβάνει το πλήρες κανονιστικό της περιεχόμενο ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες και ειδικότερα τόσο με τη δημοκρατική και αντιπροσωπευτική αρχή, όσο και με την 14 κοινοβουλευτική αρχή και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Παράλληλα η πανηγυρική διακήρυξη της αρχής επιτελεί δύο παράλληλες λειτουργίες. Αφενός παραπέμπει σε ένα ιστορικά και θεωρητικά διαμορφωμένο μοντέλο συγκρότησης του κράτους επιτελώντας μια οργανωτική λειτουργία. Αφετέρου παραπέμπει στο συμβολικό και ιδεολογικό περιεχόμενο της αρχής ως χαρακτηριστικό του συνταγματικού κράτους και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, επιτελώντας μια συμβολική λειτουργία (Βενιζέλος, 2008: σ.382).

Η διασταύρωση-λειτουργική σύμπραξη των τριών λειτουργιών στο Σύνταγμα Διατυπωμένη έτσι ρητά στο κείμενο του Συντάγματος, η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών αποτελεί μια από τις βάσεις της οργάνωσης της πολιτείας. Με το άρθρο 26 διακρίνονται τρία είδη κρατικών λειτουργιών καθώς και τα επιφορτισμένα με την άσκηση της κάθε λειτουργίας όργανα. Κάθε μια από τις τρεις διακριτές λειτουργίες, η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική, επιτελούν ξεχωριστό και οριοθετημένο έργο. Η νομοθετική λειτουργία αφορά τη θέσπιση των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την ομαλή κοινωνική συμβίωση, η εκτελεστική λειτουργία είναι επιφορτισμένη με την εφαρμογή και υλοποίηση των κανόνων αυτών, ενώ τέλος η δικαστική λειτουργία επιφορτίζεται με την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από την εφαρμογή των κανόνων δικαίου. Ωστόσο, τόσο στο ελληνικό όπως και σε όλα τα σύγχρονα συνταγματικά κράτη παρατηρείται πως δεν υφίσταται απόλυτη αντιστοιχία μεταξύ των διαφορετικών λειτουργιών και των ιδιαίτερων οργάνων του κράτους (Μάνεσης, 2011: σ.362). Η κατοχύρωση επομένως της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών δεν ακολουθεί κάποια θεωρητική και τυπολογική καθαρότητα αλλά εμφανίζεται τόσο μέσω των περιπτώσεων σύμπραξης και αλληλεξάρτησης των διαφόρων κρατικών οργάνων (Μάνεσης, 2011: σ.362), όσο και μέσα από τη μορφή της διασταύρωσης των λειτουργιών (Βενιζέλος, 2008: σ.382).

Υιοθετείται επομένως η αρχή στη σχετική και όχι στην απόλυτη μορφή της, καθώς οι λειτουργίες των διαφορετικών οργάνων διασταυρώνονται. Η εν λόγω αρχή έτσι καταστρωμένη στο συνταγματικό κείμενο ακολουθεί λοιπόν το πρότυπο των πολιτευμάτων με σχετική και όχι απόλυτη διάκριση των λειτουργιών. Ειδικότερα έχει υποστηριχθεί πως με το Σύνταγμα του 1975, η διάκριση των λειτουργιών που καθιερώνεται χαρακτηρίζεται ως σχετική ή χαλαρή, καθώς η νομοθετική και η 15 εκτελεστική λειτουργία βρίσκονται σε σχέση λειτουργικής σύμπραξης και λειτουργικής αλληλεξάρτησης, με την δικαστική λειτουργία βρισκόμενη σε απόσταση λόγω του ιδιάζοντος χαρακτήρα του αντικειμένου της (Μαυριάς, 2014: σ.321).

Αναλυτικότερα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την έννοια της λειτουργικής σύμπραξης των τριών λειτουργιών είναι τα εξής (Μαυριάς, 2014: σ.320-321): I. Η νομοθετική έναντι της εκτελεστικής λειτουργίας: η Βουλή εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, δύναται να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή μέλος αυτής, έχει την δυνατότητα να ασκεί κατηγορίες εναντίον μελών της Κυβέρνησης σύμφωνα με το νόμο περί ευθύνης υπουργών και εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας για εσχάτη προδοσία ή εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος. II. Η εκτελεστική έναντι της δικαστικής εξουσίας: οι προαγωγές στις θέσεις των προέδρων και αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων διενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, ενώ ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται να ασκεί πειθαρχική αγωγή κατά των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών. III. α) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έναντι της νομοθετικής λειτουργίας: εκδίδει τα διατάγματα για την εκτέλεση των νόμων, εκδίδει ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου πράξεις νομοθετικού περιεχομένου σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ή ύστερα από θέση σε ισχύ του νόμου για την κατάσταση πολιορκίας, συγκαλεί τη Βουλή σε τακτικές και έκτακτες συνόδους, δημοσιεύει την απόφαση της Βουλής για κήρυξη της χώρας σε κατάσταση ανάγκης, δύναται να διαλύει τη Βουλή υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα. β) Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έναντι της δικαστικής λειτουργίας: δύναται να χαρίζει, μετατρέπει, μετριάζει τις ποινές που επιβάλουν τα δικαστήρια, δύναται να αίρει τις νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί και τέλος δύναται να απονέμει χάρη σε καταδικασθέντα υπουργό με τη συγκατάθεση της Βουλής.

IV. Η Κυβέρνηση έναντι της νομοθετικής εξουσίας: έχει τη δυνατότητα, εφόσον έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασία ενώ έχει παράλληλα προς τη Βουλή την αρμοδιότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας΄ 16 Η ως άνω περιγραφόμενη διασταύρωση και λειτουργική σύμπραξη είναι απαραίτητη για τον συντονισμό των δράσεων της κρατικής εξουσίας στο κοινοβουλευτικό ελληνικό πολίτευμα. Δεν ανατρέπει άλλωστε τη βασική αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, ούτε καθιερώνει το αντίθετο σύστημα της σύγχυσης των εξουσιών –όπου κάθε λειτουργία είναι δυνατό να ανατίθεται σε οποιοδήποτε όργανο. Διότι είναι το Σύνταγμα εκείνο που καθορίζει τυποποιημένα και οριοθετημένα τόσο τη διάκριση όσο και τη διασταύρωση των λειτουργιών, με τρόπο ώστε κανένα όργανο που είναι επιφορτισμένο με την άσκηση ορισμένης συνταγματικής λειτουργίας να μην μπορεί να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα του σε άλλο όργανο, εκτός αν κάτι τέτοιο προβλέπεται από το Σύνταγμα. Παράλληλα, αποκλίσεις και διασταυρώσεις λειτουργιών πέραν από τις συνταγματικά προβλεπόμενες κατά τον ίδιο τρόπο δεν είναι δυνατές.

(πηγή www.ekdd.gr)

Scroll to Top