ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Η λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής κατά την ανάδειξη, τη διατήρηση και την πτώση της Κυβέρνησης κατά το Σύνταγμα.
Το θέμα είχε θεωρητικό χαρακτήρα και προσφερόταν για ελεύθερη ανάπτυξη, με την απαραίτητη αναφορά των στοιχείων που εκτίθενται στη συνέχεια.
Αρχικά, έπρεπε να δoθεί ορισμός της κοινοβουλευτικής αρχής. Κοινοβουλευτική αρχή είναι ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο η Κυβέρνηση, που διορίζεται από τον αρχηγό κράτους (Πρόεδρο της Δημοκρατίας) και ασκεί εκτελεστική εξουσία, εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ο κοινοβουλευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματός μας, προκύπτει πρωτίστως από το άρθρο 1 του Συντάγματος, όπου ορίζεται το πολίτευμα της Ελλάδας (Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία). Η ύπαρξη της Βουλής (Κοινοβουλίου) αποτυπώνει την αντιπροωπευτική αρχή, ενώ η εξάρτηση της Κυβέρνησης από τη Βουλή (την εμπιστοσύνη της Βουλής), αποτυπώνει την κοινοβουλευτική αρχή.
Πέραν του άρθρου 1 του Συντάγματος, έπρεπε να αναφερθούν και να αναλυθούν επίσης:
– Το άρθρο 37 (διορισμός της Κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρωθυπουργός ο αρχηγός του κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή), δηλαδή η «αρχή της δεδηλωμένης», σύμφωνα με την οποία η Κυβέρνηση οφείλει να έχει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της απόλυτης πλειοψηφίας των βουλευτών, δηλαδή τουλάχιστον 151 από τους 300. (ανάδειξη της Κυβέρνησης)
– Το άρθρο 84– το πιο βασικό– για την πρόταση/ ψήφο εμπιστοσύνης και την πρόταση δυσπιστίας, όπως ρυθμίζεται λεπτομερώς στο άρθρο (προϋποθέσεις, πλειοψηφίες, κ.λπ.). Υποχρεωτικά ζητείται ψήφος εμπιστοσύνης 15 ημέρες μετά την ορκομωσία του Πρωθυπουργού (παρ. 1 άρθρου 84 + αναφορά της πλειοψηφίας της παρ. 6= τουλάχιστον 120 ψήφοι). Επίσης, δυνατότητα της Κυβέρνησης να τη ζητά και οποτεδήποτε άλλοτε επιθυμεί (προς επιβεβαίωση της αρχής της δεδηλωμένης). [ανάδειξη και διατήρηση της Κυβέρνησης]
-Το άρθρο 41 του Συντάγματος (O Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Bουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο Kυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα […]) και
– Το άρθρο 38 του Συντάγματος (O Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της την Kυβέρνηση, αν αυτή παραιτηθεί, καθώς και αν η Bουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37, για τις διερευνητικές εντολές.). [πτώση της Κυβέρνησης].
Πέραν της αναφοράς και επαρκούς ανάπτυξης των ανωτέρω άρθρων, μπορούσαν να αναφερθούν και από τη συνταγματική ιστορία τμήματα που αφορούσαν την αρχή της δεδηλωμένης και το άρθρο 84 του Συντάγματος.
ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
α) Τι γνωρίζετε για την πλάνη περί την υπαγωγή (αναφέρατε παραδείγματα);
β) Ο Α αναθέτει στον Β να σκοτώσει τον Γ έναντι αμοιβής 30.000 ευρώ, την οποία του προκαταβάλλει. Όταν ο Γ αντικρύζει τον Β με προτεταμένο το έμφορτο πιστόλι του, τον αναγνωρίζει, γιατί ήσαν συμμαθητές στο Δημοτικό και έκπληκτος αναφωνεί: “Β εσύ;”. Μετά ο Β φεύγει τρέχοντας χωρίς να επιστρέψει την αμοιβή του στον Α.
Αξιολογείστε ποινικώς τη συμπεριφορά των Α και Β.
α) Στην πλάνη περί την υπαγωγή, ο δράστης γνωρίζει όλα τα δεδομένα που του επιτρέπουν να αξιολογήσει τη συμπεριφορά του ως άδικη, αλλά δεν γνωρίζει την ακριβή νομική σημασία της πράξης του (αν και γνωρίζει δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, ερμηνεύει εσφαλμένα κάποιο στοιχείο του εγκλήματος και έτσι η υπαγωγή των σχετικών περιστατικών στον κανόνα που τα διέπει, οδηγεί σε λάθος συμπέρασμα).
Π.χ. γνωρίζει ότι σκοτώνει ξένο σκύλο, αντιλαμβάνεται την κοινωνική σημασία της πράξης του, νομίζει όμως ότι ο σκύλος δεν είναι «πράγμα» και έτσι υπάγοντας την πράξη του στο άρθρο 378 ΠΚ (φθορά ξένης ιδιοκτησίας), οδηγείται στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι δεν τελεί το έγκλημα αυτό, γιατί το ΠΚ 378 προϋποθέτει ξένη ιδιοκτησία (δηλαδή ξένο πράγμα).
Στην περίπτωση αυτή, δεν αποκλείεται ο δόλος, άρα δεν πρόκειται για πραγματική πλάνη. Αντιθέτως, αποτελεί νομικά αδιάφορη πλάνη.
Ωστόσο, υπάρχουν και περιπτώσεις που η πλάνη περί την υπαγωγή μπορεί να αφορά τα όρια ή την έκταση του κανόνα δικαίου και να θεμελιώνει πλάνη περί το άδικο (νομική πλάνη), εφόσον είναι συγγνωστή (π.χ. πλάνη του δράστη ότι επιτρέπεται άμυνα και εναντίον μέλλουσας επίθεσης).
β) Το πρακτικό θέμα αφορούσε τα κεφάλαια της απόπειρας και της συμμετοχής. Όταν τίθεται ζήτημα συμμετοχής στο πρακτικό θέμα, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στη συμμετοχή με την ευρεία έννοια (συναυτουργία, έμμεση αυτουργία) και τη συμμετοχή με την στενή έννοια (ηθική αυτουργία, συνέργεια). Στη δεύτερη περίπτωση, το αξιόποινο του συμμετόχου, εξαρτάται από το άδικο της πράξης του αυτουργού (τέλεση κύριας άδικης πράξης).
Το συγκεκριμένο πρακτικό θέμα όπως τέθηκε, ήθελε να δει την επιχειρηματολογία σας και την αναφορά των θεωριών περί απόπειρας και στη συνέχεια περί υπαναχώρησης. Ειδικά στο ποινικό δίκαιο, όταν δεν προκύπτουν με σαφήνεια κάποια στοιχεία που είναι σημαντικά για το αξιόποινο, θα πρέπει να διακρίνουμε περιπτώσεις. Αυτό που αξιολογείται περισσότερο σε τέτοια πρακτικά θέματα είναι η επιχειρηματολογία σας.
Στο πρακτικό αναφέρεται ότι ο Α ανέθεσε στον Β να σκοτώσει τον Γ, έναντι αμοιβής 30.000 ευρώ που του προκατέβαλε. Από το στοιχείο αυτό μπορούμε να οδηγηθούμε, είτε στην έμμεση αυτουργία, είτε στην ηθική αυτουργία. Για έμμεση αυτουργία γίνεται λόγος σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί είτε η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος, είτε ηθική αυτουργία ή συνέργεια. Πρώτα θα πρέπει να ερευνούμε εάν υπάρχει περίπτωση έμμεσης αυτουργίας και στη συνέχεια συμμετοχής με τη στενή έννοια.
Εδώ, δεν φαίνεται να συντρέχει κάποια περίπτωση έμμεσης αυτουργίας.
Από το ρήμα «ανέθεσε», θα πρέπει να διακρίνουμε εάν προκύπτει η «πρόκληση απόφασης», που απαιτεί το άρθρο ΠΚ 46, παρ. 1, σύμφωνα με το οποίο, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε.
Ως προς την πρόκληση απόφασης, αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, κ.λπ.
Στην περίπτωση του πρακτικού μας, εάν η απόφαση στον Β να σκοτώσει τον Γ προκλήθηκε από τον Α, με την χορηγούμενη σε αυτόν (Β) αμοιβή των 30.000 ευρώ, συντρεχόντων και των λοιπών στοιχείων που επιτάσσει το άρθρο 46, παρ. 1, τότε θα στοιχειοθετείται ηθική αυτουργία.
Πιο συγκεκριμένα, από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς : α) η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη αξιόποινη πράξη, η οποία πρόκληση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, όπως με συμβουλές, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, παραινέσεις, προτροπές (παρακίνηση, παρόρμηση, ενθάρρυνση), πειθώ, φορτικότητα, πίεση, απειλή, εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, κ.λπ. και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξης αυτής.
Υποκειμενικώς, απαιτείται διπλός δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον αυτουργό της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος, με τη γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών.
Όσον αφορά το αξιόποινο του Β, επιχείρησε να τελέσει ανθρωποκτονία εκ προθέσεως του Γ (ΠΚ 299, παρ. 1). Στο πρακτικό αναφέρεται ότι ο Β είχε γεμάτο (έμφορτο) όπλο το οποίο προέταξε έναντι του Γ. Στο σημείο αυτό, θα έπρεπε να αναπτυχθεί εάν έχουμε αρχή τέλεσης και επακολούθως απόπειρα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως από τον Β, με αναφορά στα σχετικά κριτήρια- θεωρίες. Για τη στοιχειοθέτηση της απόπειρας απαιτείται, σύμφωνα με το άρθρο 42 ΠΚ: απόφαση τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος (απαιτείται δηλαδή δόλος και δεν είναι δυνατή αμέλεια), αρχή εκτέλεσης της πράξεις (καθώς οι προπαρασκευαστικές πράξεις κατά κανόνα μένουν ατιμώρητες) και μη ολοκλήρωση του εγκλήματος.
Για τον προσδιορισμό της αρχής εκτέλεσης χρησιμοποιούνται στην ελληνική θεωρία και νομολογία δύο βασικές θεωρίες: Η θεωρία του τύπου του Frank (η οποία με παραλλαγή ακολουθείται από τη νομολογία) και η θεωρία της εντύπωσης, που είναι κρατούσα στην επιστημονική θεωρία.
Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, αρχή εκτέλεσης συνιστά κάθε πράξη, η οποία αποτελεί τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατ’ ευθείαν στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί προς την αντικειμενική του υπόσταση σε τέτοια άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα της, το οποίο οδηγεί αμέσως στην πραγμάτωση του εγκλήματος, εάν δεν ανακοπεί από οποιαδήποτε αιτία.
Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, αρχή εκτέλεσης συνιστά, κάθε ενέργεια που διαταράσσει τον κύκλο ηρεμίας του εννόμου αγαθού και δημιουργεί έτσι προς τα έξω την εντύπωση διάπραξης ορισμένου εγκλήματος, η οποία κλονίζει το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών και της εμπιστοσύνης τους στην ισχύ της έννομης τάξης.
Ο Β προέταξε το γεμάτο όπλο του έναντι του Γ, τον στόχευσε δηλαδή, συνεπώς έχουμε αρχή τέλεσης και συνακολούθως απόπειρα (βλ. τελευταία προ του αποτελέσματος πράξη- last act test- στα εγκλήματα αποτελέσματος, όπως είναι η ανθρωποκτονία του ΠΚ 299).
Στη συνέχεια, θα έπρεπε να κριθεί εάν ο Β υπαναχώρησε και μάλιστα εκούσια ή μη.
Σημαντικό στοιχείο είναι η διάγνωση του εάν επρόκειτο για πεπερασμένη ή μη πεπερασμένη απόπειρα. Πεπερασμένη είναι η απόπειρα όταν ο δράστης ολοκλήρωσε τις ενέργειες που ήταν απαραίτητες για την επέλευση του αποτελέσματος, αυτό όμως δεν επήλθε, π.χ. έριξε και τις 3 δόσεις του δηλητηρίου που ήταν απαραίτητες για την θανάτωση, πυροβόλησε το θύμα (πάτησε δηλαδή τη σκανδάλη), κ.λπ.. Μη πεπερασμένη, αντίθετα, είναι η απόπειρα όταν ο δράστης δεν ολοκλήρωσε τις απαραίτητες ενέργειές του, π.χ. έριξε τις 2 από τις 3 απαραίτητες δόσεις του δηλητηρίου, σκόπευσε, αλλά δεν πάτησε την σκανδάλη κ.λπ..
Στην πρώτη περίπτωση της υπαναχώρησης από πεπερασμένη απόπειρα, ο δράστης προσπαθεί με ενέργεια να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, στη μη πεπερασμένη απόπειρα, απέχει από την περαιτέρω συνέχιση του εγκλήματος. Σημαντική είναι η τελευταία πράξη μετά την οποία ο δράστης παύει να έχει τον έλεγχο επί της αιτιώδους διαδρομής (τελευταία προ του αποτελέσματος πράξη- last act test). Μετά από αυτή, εκφεύγει πια η απόπειρα από τον έλεγχο του δράστη και αν πετύχει, η υπαναχώρηση είναι πλέον δυνατή μόνο με θετική ενέργεια, ήτοι με παρεμπόδιση του αποτελέσματος (άρα θα έχουμε πεπερασμένη απόπειρα).
Και στο χώρο της υπαναχώρησης, υποστηρίζονται πολλές θεωρίες, σημαντικότερες εκ των οποίων είναι:
Η ψυχολογική θεωρία, κατά την οποία εκούσια κρίνεται η υπαναχώρηση, όταν ο δράστης «δεν θέλησε να συνεχίσει, αν και μπορούσε».
Το κριτήριο της αυτονομίας της βούλησης, σύμφωνα με το οποίο, εκούσια είναι η υπαναχώρηση όταν ο δράστης έχει αυτόνομη βούληση, είναι δηλαδή κύριος των αποφάσεών του, όχι όμως και στην αντίθετη περίπτωση, κατά την οποία η βούλησή του είναι ετερόνομη, υπαγορεύεται δηλαδή από άσχετα με τη βούλησή του αίτια.
Το κριτήριο της λογικής του ψυχρού εγκληματία (Roxin), κατά την οποία, εκούσια είναι η υπαναχώρηση όταν έρχεται σε αντίθεση με την λογική του εγκληματία, όχι όμως και όταν είναι σύμφωνη με αυτή.
Το κριτήριο της επίτασης του κινδύνου, κατά το οποίο εκούσια είναι η υπαναχώρηση, όταν ο κίνδυνος για τον δράστη από την συνέχιση της πράξης του παραμένει ίδιος, όχι όμως και όταν είναι αυξημένος.
Το κριτήριο της έμπρακτης αποκατάστασης του κύκλου ηρεμίας του εννόμου αγαθού (αντιστροφή του κριτηρίου των εγκληματιών). Απαιτούταν δηλαδή συνθετική σκέψη και κρίση: Γιατί τιμωρείται η απόπειρα; Βλ. και θεωρία της εντύπωσης ανωτέρω: γιατί διαταράσσεται ο κύκλος ηρεμίας του εννόμου αγαθού, η οποία κλονίζει το αίσθημα της ασφάλειας των πολιτών και της εμπιστοσύνης τους στην ισχύ της έννομης τάξης.
Στην περίπτωση του πρακτικού, ο Β έχει προτάξει το όπλο προς τον Γ, δεν έχει πιέσει όμως και τη σκανδάλη, συνεπώς πρόκειται για μη πεπερασμένη απόπειρα, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα.
Σύμφωνα με το άρθρο 44 ΠΚ, παρ. 1, η απόπειρα μένει ατιμώρητη αν ο δράστης, αφού άρχισε την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης, δεν την ολοκλήρωσε με τη θέλησή του και όχι από εξωτερικά εμπόδια. Ως προς το ζήτημα της εκούσιας ή από εξωτερικά εμπόδια υπαναχώρησης, ζητούταν η επιχειρηματολογία σας με βάση τα ανωτέρω.
Συνεπώς, έπρεπε να διακρίνουμε και να επιχειρηματολογήσουμε εάν ο Β κατέβασε το όπλο με τη θέλησή του, αν επέλεξε δηλαδή να μην συμπεριφερθεί με το κριτήριο της λογικής ενός εγκληματία και να συμπεριφερθεί ως ένας νομοταγής πολίτης και ποια θα ήταν η διάκριση εάν το έπραξε αυτό π.χ. λόγω φόβου ή μετάνοιας, που δεν τον κατατάσσει όμως στην κατηγορία του ψυχρού εγκληματία, αλλά αφορά τους νομοταγείς πολίτες, ή λόγω φόβου σύλληψης από την αναγνώριση από τον Γ, οπότε δεν θα είναι εκούσια, γιατί δεν αφορά σκέψη που κάνουν οι νομοταγείς, αλλά οι εγκληματίες.
Αναλόγως του αξιοποίνου του Β, κρίνεται και το αξιόποινο του Α ως ηθικού αυτουργού. Για να τιμωρηθεί ο ηθικός αυτουργός, θα πρέπει ο φυσικός αυτουργός να τελέσει την ίδια πράξη για την οποία παρακινήθηκε από τον ηθικό αυτουργό ή τουλάχιστον απόπειρα αυτής (τουλάχιστον να επιχειρήσει αρχή εκτέλεσης), οπότε ο προκαλών την απόφαση θα είναι αντίστοιχα ηθικός αυτουργός σε ολοκληρωμένο έγκλημα ή στην απόπειρα αυτού. Η πράξη αυτή πρέπει να είναι τελικά άδικη, διότι αλλιώς δεν υπάρχει ηθική αυτουργία (όπως βέβαια και συνέργεια).
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΘΕΜΑ
Ο Π πωλεί και μεταβιβάζει στις 5 Σεπτεμβρίου 2022 στον Α ένα αυτοκίνητο αντίκα και συμφωνείται ότι η κυριότητα θα επιστρέψει στον Π, εάν ο Α δεν εξοφλήσει το τίμημα το αργότερο εντός τριών μηνών από την πώληση και μεταβίβαση. Ο Α αφήνει το αυτοκίνητο στο συνεργείο του Π, ενόσω ακόμη οφείλεται το τίμημα. Ο Π, εκμεταλλευόμενος αυτή τη συγκυρία, πωλεί και μεταβιβάζει το αυτοκίνητο στο συλλέκτη αυτοκινήτων-αντικών Τ, ο οποίος γνώριζε τη μεταξύ Α και Π συμφωνία, επιθυμεί όμως να αποκτήσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο γιατί λείπει από τη συλλογή του.
Ερωτάται:
1) Είναι έγκυρος ο όρος που τέθηκε στη συμφωνία; Ποιος ο νομικός χαρακτηρισμός του;
2) Εγκύρως μεταβιβάζει ο Π το αυτοκίνητο στον Τ;
3) Ποια τα δικαιώματα του Α, αν εξοφλήσει εμπρόθεσμα το τίμημα;
4) Αν ο τεθείς όρος είχε ως εξής: «Ο Π πωλεί στον Α το αυτοκίνητο αν συμφωνηθεί το τίμημα», ποιος ο νομικός χαρακτηρισμός του;
Απαντήσεις:
1) Με τον όρο αίρεση νοείται η εξάρτηση της επέλευσης των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 201 ΑΚ προβλέπεται ότι «Αν με τη δικαιοπραξία τα αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση αναβλητική), τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αίρεσης).», και στο άρθρο 202 ΑΚ προβλέπεται ότι «Αν με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση διαλυτική), μόλις συμβεί το γεγονός αυτό παύει η ενέργεια της δικαιοπραξίας και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση.». Βάσει των ανωτέρω, η βασική νομική διάκριση των αιρέσεων είναι σε αναβλητικές (οπότε τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας αναβάλλονται μέχρι να συμβεί το γεγονός) και διαλυτικές (οπότε αν συμβεί το γεγονός τα έννομα αποτελέσματα διαλύονται)¹.
Εν προκειμένω, η συμφωνία των Π και Α είναι ότι τα έννομα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας, δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας του αυτοκινήτου, εξαρτώνται από ένα γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο, όπως είναι η καταβολή του τιμήματος από την πλευρά του Α. Συνεπώς πρόκειται για αίρεση, που συνιστά νόμιμο και έγκυρο όρο, προβλεπόμενο στον ΑΚ κατά τα ανωτέρω.
Ειδικότερα, πρόκειται για διαλυτική αίρεση καθότι βάσει του ιστορικού η μεταβίβαση της κυριότητας του αυτοκινήτου έγινε ήδη στις 05.09.2022 (επήλθε δηλαδή το αποτέλεσμα της δικαιοπραξίας), και η κυριότητα θα επιστρέψει σε περίπτωση μη καταβολής του τιμήματος, άρα θα έχουμε ανατροπή του αποτελέσματος που έχει ήδη επέλθει αν συμβεί το μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός. Επιπλέον, η αίρεση χαρακτηρίζεται ως αρνητική, γιατί η ενέργεια της δικαιοπραξίας εξαρτάται από αρνητικό γεγονός (να μη γίνει η καταβολή), καθώς και ως εξουσιαστική (εξαρτάται καθαρά και αποκλειστικά από τη συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου)².
Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι, παρά την αναφορά σε χρονικό διάστημα τριμήνου, δεν πρόκειται περί προθεσμίας, γιατί τα αποτελέσματα δεν εξαρτώνται από την παρέλευση του τριμήνου (που είναι βέβαιο γεγονός) αλλά από την καταβολή (που είναι αβέβαιο γεγονός).
2) Όπως απαντήθηκε ήδη, η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας μεταξύ Π και Α τελεί υπό την αίρεση καταβολής του τιμήματος. Για τις διαθέσεις δικαιωμάτων που λαμβάνουν χώρα όσο αυτά βρίσκονται υπό αίρεση, στο άρθρο 206 ΑΚ προβλέπεται ότι «Μετά την πλήρωση της αίρεσης κάθε διάθεση του αντικειμένου της δικαιοπραξίας, που επιχειρήθηκε όσο εκκρεμούσε η αίρεση, είναι αυτοδικαίως άκυρη, εφόσον ματαιώνει ή βλάπτει το αποτέλεσμα που εξαρτάται από την αίρεση…». Περαιτέρω, για τη μεταβίβαση κυριότητας κινητού το άρθρο 1034 ΑΚ προβλέπει ότι «… απαιτείται παράδοση της νομής του από τον κύριο σ` αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα.», ενώ στο άρθρο 1036 ΑΚ προβλέπεται ότι «Με την εκποίηση κινητού κατά το άρθρο 1034 εκείνος που αποκτά γίνεται κύριος και αν ακόμη η κυριότητα του πράγματος δεν ανήκει σ` αυτόν που εκποιεί, εκτός αν κατά το χρόνο της παράδοσης της νομής εκείνος που αποκτά βρίσκεται σε κακή πίστη…».
Με βάση το ιστορικό, η κυριότητα έχει ήδη μεταβιβαστεί από τον προηγούμενο κύριο Π στον Α από τις 05.09.2022, με παράδοση της νομής του αυτοκινήτου. Η ενέργεια της μεταβίβασης ήταν άμεση, αφού όπως προεκτέθηκε η αίρεση ήταν διαλυτική.
Όσο διάστημα η αίρεση ήρτηται, δηλαδή υπάρχει η πιθανότητα μη καταβολής του τιμήματος και επιστροφής της κυριότητας στον Π, ο Π είναι δικαιούχος υπό αίρεση (έχει προσδοκία δικαιώματος)³. Συνεπώς, ο Π δύναται να μεταβιβάζει την προσδοκία δικαιώματος κυριότητας (σε περίπτωση πλήρωσης της αίρεσης), όχι όμως το πλήρες δικαίωμα κυριότητας, καθότι δεν το έχει αποκτήσει ακόμα. Για το λόγο αυτό, η μεταβίβαση του αυτοκινήτου (δηλαδή της κυριότητάς του) δεν είναι έγκυρη. Έγκυρη είναι μόνο η μεταβίβαση της προσδοκίας της κυριότητας.
Σημειώνεται ότι από το ιστορικό προκύπτει ευθέως ότι ο Τ βρισκόταν εν γνώσει της συμφωνίας μεταξύ Π και Α, ήξερε δηλαδή ότι ο Π δεν είχε κατά το χρόνο εκείνο το δικαίωμα κυριότητας του αυτοκινήτου, συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του ΑΚ 1036 και εγκυρότητας της μεταβίβασης, καθότι λείπει η προϋπόθεση της καλής πίστης του Τ.
3) Οι αρνητικές αιρέσεις θεωρείται ότι έχουν ματαιωθεί όταν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το γεγονός στο οποίο αναφέρονται δε θα συμβεί. Αν η αίρεση είναι διαλυτική, τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας που έχουν ήδη από τη σύναψή της επέλθει διατηρούνται οριστικά και αποτρέπεται η ανατροπή τους, ενώ τυχόν διαθέσεις της προσδοκίας δικαιώματος που είχε το άλλο μέρος όσο η αίρεση ήταν ακόμα ηρτημένη καθίστανται οριστικώς άκυρες4. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 204 ΑΚ «Οποιος έχει δικαίωμα που εξαρτάται από αίρεση, μπορεί, αν πληρώθηκε η αίρεση, να ζητήσει αποζημίωση από τον άλλο εφόσον κατά τη διάρκεια της αβεβαιότητας ματαίωσε ή έβλαψε υπαίτια το δικαίωμα που εξαρτάται από την αίρεση.».
Η εμπρόθεσμη καταβολή του τιμήματος από την πλευρά του Α καθιστά οριστικώς άκυρη τη διάθεσή της προσδοκίας δικαιώματος από τον Π στον Τ. Ως εκ τούτου, ο Α έχει αξίωση έναντι του Τ να του αποδοθεί το αυτοκίνητο, βάσει των σχετικών διατάξεων για την προστασία του δικαιώματος της κυριότητας. Σε περίπτωση δε που εξαιτίας της διάθεσης που μεσολάβησε η κυριότητα του Α επί του αυτοκινήτου ματαιωθεί ή βλαφθεί (πχ αν ο Τ δεν το επιστρέψει ή αν υποστεί ζημιά), ο Α θα έχει αξίωση αποζημίωσης κατ’ αναλογική εφαρμογή του ΑΚ 204.
4) Ως νομικές αιρέσεις ή αιρέσεις δικαίου χαρακτηρίζονται οι αιρέσεις που αναφέρονται σε γεγονός που αποτελεί απαραίτητο εκ του νόμου στοιχείο ή προϋπόθεση για την ενέργεια ή την τελείωση της δικαιοπραξίας5. Χαρακτηρίζονται ως καταχρηστικές αιρέσεις από την άποψη ότι, αν δεν υφίσταται το γεγονός στο οποίο αναφέρονται, δεν υφίσταται η σχετική δικαιοπραξία, συνεπώς τα αποτελέσματα αυτής δεν επέρχονται λόγω έλλειψης νόμιμης αιτίας, και όχι λόγω μη επέλευσης του γεγονότος.
Με βάση το άρθρο 513 ΑΚ «Με τη σύμβαση της πώλησης ο πωλητής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα, που αποτελούν το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε.». Η συμφωνία επί του τιμήματος αποτελεί συνεπώς αναγκαίο στοιχείο για την ύπαρξη σύμβασης πωλήσεως.
Συνεπώς, ο σχετικός όρος που εξαρτά την πώληση από τη συμφωνία επί του τιμήματος (άνευ της οποίας δεν υφίσταται πώληση έτσι κι αλλιώς) συνιστά νομική αίρεση ή αίρεση δικαίου.
1 Γεωργιάδης Α, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 636-637, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012
2 Γεωργιάδης Α, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 637, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012
3 Γεωργιάδης Α, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 645-646, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012
4 Γεωργιάδης Α, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 647, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012
5 Γεωργιάδης Α, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 635, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012